- λαθω
- λᾱθω, λανθάνω (λανθᾰνει; λᾶθέμεν: impf. ἔ[λ]ᾶ[θ]εν: aor. ἔλᾰθ(ε); λᾰθέτω; λᾰθών; λᾰθεῖν: med. λθεται: aor. ἐλᾰθοντο.)a act., escape the notice (of)I c. acc., οὐδ' ἔλαθε σκοπόν (sc. Κορωνίς) P. 3.27 οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (sc. Ἡρακλέης) N. 1.37 οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]ᾷ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Turyn: ]ᾰ[ vel ]ᾰ[ Π.) Πα. . 11. ἐναργέα τ' ἔμ ὥτε μάντιν οὐ λανθάνει (sc. Διόνυσος) fr. 75. 13. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον *parq. 2. 37.b c. part. εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων (τι supp. byz.: <λεγτ;λαθέμεν Mommsen) O. 1.64
οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
III impers., c. acc. & inf. τῶ σε μὴλαθέτω, παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.23
b med., forgetἈίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.72
“τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες” P. 4.41
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.